10 Ιουλίου 2019: "Και με την ΚΑΠ στην Ελλάδα τι γίνεται; Προκλήσεις, αβεβαιότητες και ευκαιρίες μιας ευρωπαϊκής πολιτικής", με τον Τάσο Χανιώτη

Με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) ante portas και λόγω της τεράστιας σημασίας της για την ελληνική οικονομία και αγροτική ανάπτυξη, η Αργώ είχε την ευκαιρία να ενσκήψει πάνω στη νέα αυτή πρόκληση, με την καθοδήγηση ενός από τους πλέον αρμοδίους για το θέμα αυτό, του Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Τάσου Χανιώτη,  επικεφαλής για την Στρατηγική και την Πολιτική Ανάλυση της εν λόγω πολιτικής. Η πληροφόρηση πλούσια, το ίδιο και ο προβληματισμός και ο διάλογος που ακολούθησε πάνω στις προτάσεις. Η Αργώ εύχεται να τύχουν αξιοποίησης. Αντί περιλήψεως, ακολουθεί το κείμενο, που αποτελεί το σχετικό με την ΚΑΠ τμήμα της ομιλίας του Τάσου Χανιώτη στην Τελετή Αναγόρευσής του, ως Επίτιμου Διδάκτορα του ΑΠΘ.  Οι απόψεις του για τη σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικής γεωργίας που είναι προσωπικές. Επισυνάπτονται και σχετικά δεδομένα.
Γεωργία της Γνώσης:

πλανητικές προκλήσεις, ευρωπαϊκές αβεβαιότητες και ελληνικές προσαρμογές

Τάσος Χανιώτης

Οι δεσμεύσεις για την κλιματική αλλαγή που απορρέουν από τη Συμφωνία του Παρισιού (COP21) και οι περιβαλλοντικές δεσμεύσεις των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) αντικατοπτρίζουν πραγματικούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές ανάγκες εφοδιασμού σε τρόφιμα.

Η εκπλήρωση αυτών των δεσμεύσεων αυξάνει το βραχυπρόθεσμο κόστος παραγωγής, μετατοπίζοντας έτσι την καμπύλη της παγκόσμιας προσφοράς τροφίμων στα αριστερά. Υποθέτοντας προσωρινά σταθερά πρότυπα ζήτησης, οι τιμές των τροφίμων θα αυξηθούν και η προσφορά τροφίμων θα μειωθεί, αντί να αυξηθεί.

Παράλληλα όμως, μια αντίρροπη τάση χαρακτηρίζει παγκοσμίως τη γεωργία. Η γεωργία 4.0 εκφράζει την τεχνολογική επανάσταση του σύγχρονου γεωργικού τομέα. Η εκτεταμένη χρήση και ανταλλαγή δεδομένων στη βάση ψηφιακών τεχνολογιών, η έξυπνη γεωργία και μέθοδοι παραγωγής που βασίζονται στη γνώση, μετατοπίζουν την καμπύλη προσφοράς στα δεξιά καθότι το κόστος παραγωγής ανά μονάδα μειώνεται σημαντικά, συμβάλλοντας έτσι ενδεχομένως και στη μείωση της τιμής των τροφίμων.

Ως αποτέλεσμα της επίδρασης αυτών των τεχνολογιών, ακυρώνεται μια από τις αρνητικότερες επιπτώσεις της προηγούμενης τεχνολογικής επανάστασης στη γεωργία, αυτή της «πράσινης επανάστασης». Η τελευταία επέτρεψε μεν την εντυπωσιακή αύξηση της βραχυπρόθεσμης και μεσοπρόθεσμης οικονομικής αποδοτικότητας, αλλά το έπραξε σε βάρος της μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας, όταν αυτή μετριέται όρους με τη βιωσιμότητα των γεωργικών πρακτικών.

Ενώ η κατεύθυνση των αλλαγών στην προσφορά είναι ευκολότερο να προβλεφθεί, μια και γνωρίζουμε τι επηρεάζει το κόστος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, είναι πιο δύσκολο να προβλεφθεί η κατεύθυνση των αλλαγών στη ζήτηση, ειδικά μακροπρόθεσμα. η ζήτηση είναι πάνω απ' όλα μια αντανάκλαση καταναλωτικών προτιμήσεων, και αυτές τείνουν να μεταβάλλονται όλο και περισσότερο με απρόβλεπτο τρόπο, περιπλέκοντας τη μακροπρόθεσμη προσαρμογή του γεωργικού τομέα και ενδεχομένως αυξάνοντας το κόστος λόγω της αβεβαιότητας που προκαλούν.

Πολλές από αυτές τις αλλαγές στηρίζονται σε διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα - δεν είναι όλοι οι καταναλωτές απόφοιτοι του Erasmus ή των Πανεπιστημίων της ΒΑ και Δυτικής ακτής των ΗΠΑ. Το στοίχημα λοιπόν της όποιας πολιτικής στον τομέα της γεωργίας παγκοσμίως, το στοίχημα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής για τα καθ’ ημάς, είναι το πώς ταυτόχρονα θα αντιμετωπίσουμε την αναπόφευκτη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης τροφίμων με την παράλληλη και σημαντική μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αυτής της διαδικασίας.

Είναι όμως ρεαλιστικό να περιμένουμε ότι μπορούν να παραχθούν περισσότερα τρόφιμα με λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις; Η απάντηση είναι ναι, υπό την προϋπόθεση ότι η κλιματική αλλαγή θα αποτελέσει τον καταλύτη που θα οδηγήσει στην αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικής στηρίζοντας στη γνώση αλλαγές τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση.

Για να επιτευχθεί μια τέτοια μεταστροφή, είναι ζωτικής σημασίας η αντιμετώπιση τριών συγκεκριμένων κενών, που συχνά δημιουργούν την αίσθηση πραγματικού χάσματος. Πρώτον, το χάσμα της γνώσης, το οποίο έχει αυξηθεί λόγω του αποδυναμωμένου συστήματος συμβουλευτικών υπηρεσιών στη γεωργία, ιδίως του δημόσιου τομέα. Δεύτερον, το χάσμα των εφαρμογών, όπου, παρά την πιο ουδέτερη από πλευράς έκτασης γεωργικών εκμεταλλεύσεων φύση των ψηφιακών τεχνολογιών, δεν επιλύεται αυτόματα η πρόσβαση όλων στις αναγκαίες εφαρμογές. Τρίτον, το χάσμα των αντιλήψεων, ειδικά η όλο και μικρότερη αποδοχή της επιστήμης ως οδηγού στον δημόσιο διάλογο — αυτή η αρνητική στάση απέναντι στην επιστήμη  δεν επηρεάζει πλέον μόνο τη γεωργία, αλλά πολλούς τομείς, από τη στάση απέναντι στον παιδικό εμβολιασμό μέχρι τις θεωρίες της υποτιθέμενης επίπεδης επιφάνεια της γης.

Ευκαιρία εδώ να αναφερθώ στην παγκοσμιοποίηση. Η όποια ανάλυση των δεδομένων δείχνει ξεκάθαρα ότι η παγκοσμιοποίηση έχει εισαγάγει σημαντικά πλεονεκτήματα στην παγκόσμια οικονομία ως αποτέλεσμα των σημαντικών ευκαιριών που απορρέουν από το εμπόριο. Το εμπόριο τροφίμων ιδιαίτερα είναι ένας από τους τομείς όπου οι θετικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης για την Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνονται από την εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου της, και τα τελευταία χρόνια και αυτού της Ελλάδας.

Ταυτόχρονα όμως, αυτά τα οφέλη είναι συχνά άνισα γιατί ξεχνιέται κάτι σημαντικό. Η βασική προϋπόθεση για να αυξηθεί η συνολική ευημερία που προκύπτει από την απελευθέρωση του εμπορίου είναι ύπαρξη μηχανισμών που θα στηρίξουν τους χαμένους αυτής της διαδικασίας.

Οι εμπορικές εντάσεις, οι υπαρκτές αποτυχίες της αγοράς (όπως η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007) ή οι μακροοικονομικές επιπτώσεις, σε συνδυασμό με τις απρόβλεπτες επιπτώσεις των καιρικών συνθηκών, εισάγουν λοιπόν ένα πρόσθετο στοιχείο της αστάθειας των τιμών, εξωγενές αυτή τη φορά, για τη γεωργία.

Οι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν ταυτόχρονα τις τιμές των εμπορευμάτων αντανακλούν και το ότι, πέρα από συγκυριακούς παράγοντες, η αντιστροφή της πτωτικής τάσης τιμών είναι πάνω από όλα έκφραση της σταδιακής εξάντλησης των φυσικών πόρων και της ανάγκης αειφόρων λύσεων.

Όσο πιο ανοικτός είναι ο γεωργικός τομέας στις παγκόσμιες αγορές, τόσο πιο ευάλωτος παραμένει στις έντονες παγκόσμιες πιέσεις που επηρεάζουν τις τιμές των γεωργικών προϊόντων, είτε προέρχονται από εμπορικές συγκρούσεις, τιμές ενέργειας ή διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Αυτό δεν μεταβάλλει τη συνολική επίδραση της παγκοσμιοποίησης - θετική σε όλες τις παραγωγές τροφίμων που ανταποκρίνονται στις νέες τάσεις των καταναλωτών, πιο αμφίσημη στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, σαφώς αρνητική σε τομείς των οποίων η ανταγωνιστικότητα υστερεί λόγω φυσικών περιορισμών. Μεταβάλλει όμως τη λογική των προτεινόμενων λύσεων.

Αυτό συμβαίνει και στη γεωργία, όπου η κινητήρια δύναμη και βασική φιλοσοφία της πρότασης για το μέλλον της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής είναι η ανάγκη να αντιμετωπιστεί η ένταση μεταξύ των οικονομικών και περιβαλλοντικών επιδόσεων του γεωργικού τομέα.

Ως συνήθως, η γενική αποδοχή, επί της αρχής, αυτής της πρότασης (σύνηθες φαινόμενο μια και έγινε για να λύσει προβλήματα που δύσκολα κρύβονται), είχε και τις συνήθεις αντιδράσεις. Κάποιες θεμιτές (ουδείς αλάνθαστος), αλλά και κάποιες που δύσκολα κρύβουν προφάσεις δισταγμών ή αντιστάσεων μπροστά σε αναπόφευκτες αλλαγές.

Ναι μεν, αλλά όχι τώρα. Πότε λοιπόν; Και κυρίως, πώς;

Για περισσότερα από 50 χρόνια η Κοινή Γεωργική Πολιτική είναι στην ουσία η μόνη πραγματική κοινή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας όμως εξελιχθεί και αλλάξει ριζικά. Η πορεία μεταρρύθμισης που καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε σταδιακά σε μια νέα δομή πολιτικής που αντικατοπτρίζει τις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές, περιβαλλοντικές και πολιτικές συνθήκες που επηρεάζουν τη γεωργία της ΕΕ. Η ίδια πορεία εκφράζει επίσης και τις σημαντικότατες αλλαγές που έλαβαν χώρα στους τομείς της γεωργίας και των τροφίμων, όπως και στην ύπαιθρο τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Η εξέλιξη αυτή φαίνεται ξεκάθαρα στις αλλαγές της διάρθρωσης των μέτρων του προϋπολογισμού των γεωργικών ενισχύσεων ως συνέπεια των διαδοχικών, από το 1992 και μετά, μεταρρυθμίσεων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής - στροφή από τη στήριξη των τιμών στη στήριξη του παραγωγού μέσω αρχικά των συνδεδεμένων και μετά των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων.

Οι πιο πρόσφατες αλλαγές του 2013 έδειξαν όμως δύο πράγματα.

Πρώτον, ότι παραμένει επίκαιρη η προσαρμογή των μηχανισμών της προκειμένου να επιτευχθούν οι τρεις μακροπρόθεσμοι στόχοι της ΚΓΠ, βιώσιμης παραγωγής τροφίμων, βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων και δράσεων για την κλιματική αλλαγή, και ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης.

Δεύτερον, ότι σε μια Ευρώπη των 27 (ποιος το περίμενε άραγε το 2013;) μια νέα ισορροπία αρμοδιοτήτων ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τα Κράτη Μέλη είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν οι ιδιαιτερότητες των πολύπλοκων προβλημάτων που πρέπει να λύσουμε άμεσα.

Όσοι θεωρούμε ότι ο κίνδυνος της σταδιακής εξαφάνισης του «K» της πολιτικής είναι υπαρκτός πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρίες της Γεωργίας της Γνώσης για να εξασφαλίσουμε ότι η όποια ευελιξία των Κρατών Μελών σε θέματα περιβαλλοντικής δράσης θα δικαιολογείται στη βάση των πιο πρόσφατων επιστημονικών δεδομένων.

Και η Ελλάδα, πώς θα αντιμετωπίσει τις διοικητικές ανεπάρκειες και καθυστερήσεις της; Μα πολύ απλά αν κοιτάξουμε όλοι το ημερολόγιο. Αυτό μας δείχνει ότι βρισκόμαστε πλέον σε ένα 21ο αιώνα που έχει μπει στην ενηλικίωση του.

Κεντρικός σε αυτή τη συζήτηση είναι βέβαια και ο ρόλος του Πανεπιστημίου στο δυνητικά ενάρετο τρίπτυχο έρευνας, καινοτομίας και γεωργικών συμβουλών.

Πριν λίγα χρόνια, μιλώντας στα πενηντάχρονα του Εργαστηρίου Γεωργικών Εφαρμογών και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΑΠΘ, έλεγα τα εξής:

Κι όμως, το χρήμα που διατίθεται για την έρευνα σήμερα παράγει τη χρήσιμη γνώση του αύριο, η καινοτομία σήμερα είναι η εφαρμογή της γνώσης που παράγει το χρήμα του αύριο, και οι γεωργικές εφαρμογές αυτές που εξασφαλίζουν τη διάχυση γνώσεων και ορθών πρακτικών σε ένα ευρύτατο δυνατό κοινό, με κεντρικό και καθοριστικό το ρόλο του Πανεπιστημίου.

Αυτή η συχνά παραγκωνισμένη αλήθεια αποτελεί έναν από του βασικότερους λόγους που η πρόσφατη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ έθεσε σαν βασικό συνοδευτικό μηχανισμό της γεωργικής ανάπτυξης την ενίσχυση αυτού του ενάρετου τριπτύχου.

Οι πόροι για τη χρηματοδότηση της γεωργικής έρευνας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό διπλασιάστηκαν, από 1,9 σε 3,8 δις ευρώ, η Ευρωπαϊκή Σύμπραξη Καινοτομίας στοχεύει στην προώθηση υπαρχόντων και την ανάπτυξη νέων δικτύων μεταφοράς γνώσης και ορθών πρακτικών και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στους παραγωγούς, υποχρεωτική ήδη από την μεταρρύθμιση του 2003 αλλά ελλιπώς εφαρμοσμένη στην πράξη, ενισχύεται ακόμη περισσότερο.

Στην ίδια ομιλία πρόσθετα:

Στην Ελλάδα, λίγοι τομείς ανέδειξαν εν μέσω κρίσης τόσο έντονα την εντυπωσιακή αντίφαση ανάμεσα στις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης και στις σημαντικές αδυναμίες και στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας όσο ο γεωργικός της τομέας.

·      Εκεί που ο Έλληνας καταναλωτής εισπράττει τουλάχιστον ως απορία την παρουσία εισαγόμενων αντί ελληνικών διατροφικών προϊόντων στα ράφια του, ο ξένος (ευρωπαίος κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά) καταναλωτής εισπράττει ως ευχαρίστηση τις λιγοστές ευκαιρίες που έχει να γευτεί ελληνικά προϊόντα στα δικά του ράφια.

·      Εκεί που ο μέσος Έλληνας παραγωγός αντιμετωπίζει σημαντικές καθυστερήσεις ή και πισωγυρίσματα στον τομέα της οργάνωσης και συλλογικής δράσης, πληρώνοντας μάλιστα συχνά για υπηρεσίες που αλλού είναι υποχρέωση του κράτους να παράσχει, νέοι συνεταιρισμοί αναδεικνύουν στην πράξη το δυναμισμό και τις προοπτικές ενός άλλου τύπου γεωργίας - εξωστρεφούς, ποιοτικής και καινοτόμου.

·      Εκεί που συχνά οι ειδήσεις γύρω από την εφαρμογή της ΚΓΠ στην Ελλάδα επικεντρώνονται στην επιβολή προστίμων, σημαντικότατοι πόροι (οι υψηλότεροι αναλογικά προς το ΑΕΠ κάθε άλλου Κράτους Μέλους) αναμένουν την ορθολογική τους χρήση, με συμβολή τόσο στον γεωργικό τομέα όσο και στο ισοζύγιο πληρωμών.

Αν κάτι αξίζει να προσθέσω δεν είναι ότι τα παραπάνω εξακολουθούν να μου φαίνονται επίκαιρα, αλλά ότι οι εξελίξεις στον τομέα της γνώσης έχουν αναδείξει μια ιδιαιτερότητα του γεωργικού τομέα στην ψηφιακή εποχή.

Από τη βιομηχανία μέχρι τις υπηρεσίες πολλές θέσεις εργασίας θα χαθούν, για να αντικατασταθούν από άλλες, με σημαντικές πιέσεις σε γεωγραφικό και επαγγελματικό επίπεδο.

Στη γεωργία ο ενεργός πληθυσμός σήμερα είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο προ εικοσαετίας, και μεγαλύτερος από αυτόν της επόμενης εικοσαετίας. Αυτή είναι μια δημογραφική πρωτίστως και οικονομική δευτερευόντως τάση που δεν πρόκειται να αλλάξει.

Οι θέσεις εργασίες στο σύνολο της διατροφικής αλυσίδας αντιθέτως κάθε άλλο παρά θα μειωθούν. Αντιθέτως, δίνουν ήδη αυξημένες δυνατότητες απασχόλησης και προστιθέμενης αξίας σε όσους έχουν την πρόνοια, το μεράκι και τη θέληση να πάνε μπροστά, με προϋπόθεση τη στήριξη από μια ευρύτερη διεπιστημονική συνεργασία χωρίς στεγανά.

Και στην Ελλάδα σε οι πρόσφατες εξελίξεις είναι πιο θετικές. Έρευνα, καινοτομία, ηλικιακή ανανέωση και εξωστρέφεια αποτελούν ορατά σημεία αλλαγών που, χωρίς να είναι ακόμη ο κανόνας, εκφράζουν μια ξεκάθαρα αναδεικνυόμενη τάση που, αν συνοδευτεί από τις κατάλληλες προσαρμογές πολιτικής, μπορεί να μεγιστοποιήσει τα υπαρκτά αλλά ανεκμετάλλευτα πλεονεκτήματα της ελληνικής γεωργίας. 


Φωτογραφίες : Link